- Μυτιληναίος
- ο, θηλ. Μυτιληναία (ΑΜ Μυτιληναῑος)βλ. Μυτιληνιός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μυτιληναῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μυτιληναῖον — Μυτιληναῖος masc acc sg Μυτιληναῖος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκάμων — Μυτιληναίος ιστορικός συγγραφέας. Έγραψε Περί Λέσβου και Περί ευρημάτων. Λέγεται ότι ήταν πατέρας ή γιος του ιστορικού Ελλάνικου … Dictionary of Greek
Μυτιληναίην — Μυτιληναῖος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μυτιληναίου — Μυτιληναῖος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μυτιληναίῳ — Μυτιληναῖος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek
Mytilineos Holdings — S.A. Μυτιληναίος Α.Ε Oμιλος Επιχειρήσεων Type Anonymi Etairia Traded as Athex … Wikipedia
Pittakos von Mytilene — Pittakos Pittakos, griech. Πιττακὸς ὁ Μυτιληναῖος oder Πιττακὸς ὁ Λέσβιος (* 651/650 v. Chr.; † um 570 v. Chr.) wurde in Mytilene auf Lesbos im Kampf zwischen Aristokratie und Volk … Deutsch Wikipedia
Μυτιληνιός — ο, θηλ. Μυτιληνιά και Μυτιληναίος, θηλ. Μυτιληναία (ΑΜ Μυτιληναίος) [Μυτιλήνη] αυτός που κατάγεται από τη Μυτιλήνη ή ο κάτοικος τής Μυτιλήνης … Dictionary of Greek